ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
ὁ, Ααυτός που υφαίνει μαζί με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱστουργός «υφαντουργός»].