σχηματουργία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).
Greek Monolingual
ἡ, Α σχηματουργοῡμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.
Full diacritics: σχημᾰτουργία | Medium diacritics: σχηματουργία | Low diacritics: σχηματουργία | Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ |
Transliteration A: schēmatourgía | Transliteration B: schēmatourgia | Transliteration C: schimatourgia | Beta Code: sxhmatourgi/a |
ἡ,
A configuration, of the planets, Cat.Cod.Astr.1.148 (pl.).
ἡ, Α σχηματουργοῡμαι
1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος
2. συμβολισμός
3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων.