σωμασκίας

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμασκίας Medium diacritics: σωμασκίας Low diacritics: σωμασκίας Capitals: ΣΩΜΑΣΚΙΑΣ
Transliteration A: sōmaskías Transliteration B: sōmaskias Transliteration C: somaskias Beta Code: swmaski/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.

Greek (Liddell-Scott)

σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό
2. σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. -ίας (πρβλ. νεαν-ίας)].