ταλαιπώρημα
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ατος, τό,
A hardship, distress, Phalar.Ep. 135.2 (pl.), Secund.Sent.9.
German (Pape)
[Seite 1064] τό, Drangsal, Elend, Phalar.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαιπώρημα: τό, κακοπάθεια, ταλαιπωρία, μόχθος, Φαλάρ. Ἐπ. 139.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, ΜΑ ταλαιπωρῶ
ταλαιπωρία.