ταλασήϊος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσήϊος Medium diacritics: ταλασήϊος Low diacritics: ταλασήϊος Capitals: ΤΑΛΑΣΗΪΟΣ
Transliteration A: talasḗïos Transliteration B: talasēios Transliteration C: talasiios Beta Code: talash/i+os

English (LSJ)

ἡ, ον, Ep. word,

   A of wool-spinning, τ. ἔργα, = ταλασία, A.R.3.292; ταλασήϊος ἱδρώς caused by spinning, Nonn.D.6.142.

Greek Monolingual

-ΐα, -ον, ΜΑ
φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» — ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία
αρχ.
(επικ. τ.)
1. ταλασιουργικός
2. κατάλληλος για ταλασιουργία
3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» — η ταλασιουργία (Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλασία «επεξεργασία ερίου» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].