ταμίευση
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η / ταμίευσις, -εύσεως, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
αποταμίευση
αρχ.
1. οικονομική διαχείριση, επιστασία
2. προγραφή, δήμευση.