ταμπάκος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

και λόγιος τ. ταμβάκος, ο, και ως ουδ. ταμπάκο, το, Ν
1. είδος σκόνης που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο από φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη
2. (κατ' επέκτ.) λεπτοκομμένος καπνός που χρησιμοποιείται στην κατασκευή χειροποίητων τσιγάρων με τη συστροφή τών τσιγαρόχαρτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. tobaco, φυτό, τα φύλλα του οποίου σε μορφή ρολού κάπνιζαν οι Ινδιάνοι στα νησιά Αντίλλες την εποχή του Κολόμβου].