ταπεινόψυχος
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
English (LSJ)
ον,
A humble-spirited, Vett.Val.76.17.
Greek Monolingual
-ον, Α
μετριόφρονας, ταπεινόφρονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].