τελεύω
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Ν τέλος
1. τελειώνω, αποπερατώνω κάτι («τέλεψα νωρίς τις δουλειές μου»)
2. (αμτβ.) α) τελειώνω, σώνομαι, εξαντλούμαι («μάς τέλεψαν τα χρήματα»)
β) μτφ. πεθαίνω («τέλεψε από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες»).