τελεύω

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

Ν τέλος
1. τελειώνω, αποπερατώνω κάτι («τέλεψα νωρίς τις δουλειές μου»)
2. (αμτβ.) α) τελειώνω, σώνομαι, εξαντλούμαι («μάς τέλεψαν τα χρήματα»)
β) μτφ. πεθαίνω («τέλεψε από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες»).