τελεύω

From LSJ

Greek Monolingual

Ν τέλος
1. τελειώνω, αποπερατώνω κάτι («τέλεψα νωρίς τις δουλειές μου»)
2. (αμτβ.) α) τελειώνω, σώνομαι, εξαντλούμαι («μάς τέλεψαν τα χρήματα»)
β) μτφ. πεθαίνω («τέλεψε από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες»).