ταχυκαρδία

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού πέρα από τη μέγιστη φυσιολογική τιμή τών 90 παλμών στο λεπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. tachycardia < ταχυ- + καρδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].