τμήση

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

η / τμῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
νεοελλ.
(στην ποίηση) ο αποχωρισμός της πρόθεσης από τη λέξη με την οποία συναποτελούσε μια σύνθετη λέξη και η παρεμβολή άλλων λέξεων μεταξύ τους
αρχ.
1. τμήμα, κομμάτι
2. λογική διαίρεση
3. φρ. «τμῆσις γῆς» — λεηλασία και ερήμωση μιας χώρας (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. και λ. τμή-γω) + κατάλ. -σις].