τοιχογράφος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

German (Pape)

[Seite 1125] an die Wand schreibend, malend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχογράφος: -ον, ὁ γράφων ἢ ζωγραφῶν ἐπὶ τοίχου, ὁ τοιχογραφῶν, Ψευδοωριγέν. κατὰ Μαρκ. 1. 131, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που γράφει ή ζωγραφίζει σε τοίχο
νεοελλ.
ζωγράφος ειδικευμένος στην τοιχογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -γράφος].