(I)το, Ν(δ. γρφ.) βλ. τοπίο.———————— (II)το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Ανεοελλ.ναυτ. τα ξάρτια πλοίουαρχ.σχοινί, παλαμάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].