Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Ν
1. (χρον. σύνδ.) αφού («τόμου δεν θέλει, δεν τον βιάζω»)
2. (χρον. επίρρ.) αμέσως μόλις, άμα, όταν («τόμου λαλήσει, να μού γράψεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < το + ὁμοῦ.