τιμόνι

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

και διαλ. τ. τεμόνι, το, Ν
1. (για πλοίο ή για αεροσκάφος) πηδάλιο
2. (για άμαξα, κάρο) ρυμός
3. (για αυτοκίνητο) το όργανο διεύθυνσης
4. μτφ. διοίκηση, διακυβέρνηση («χειρίζεται καλά το τιμόνι του κράτους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του βεν. timon < λατ. temo, -onis «άμαξα, άρμα»].