τρισέραστος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρισέραστος: -ον, ὁ τρὶς ἐραστός, πάνυ προσφιλής, σφόδρα ἀγαπητός, πᾶσιν οὖν ἦν τρισέραστος Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾱσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυ-έραστος].