Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
-α, -ο / ὑγρόβιος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(για ζώα) υδρόβιος
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που ζει ή εργάζεται κοντά στο νερό, όπως λ.χ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βίος (< βίος), πρβλ. μακρό-βιος].