ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
-ον, Μ
αυτός που είναι τόσο τεντωμένος ώστε να μπορεί κανείς να τον χτυπήσει σαν τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -κρουστος (< κρούω), πρβλ. ἄ-κρουστος].