τροπόσφαιρα
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
η, Ν
(μετεωρ.) η κατώτερη ζώνη στην ατμόσφαιρα της Γης, η οποία εκτείνεται ανάμεσα στην επιφάνεια του πλανήτη μας και στην τροπόπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. troposphere < τρόπος + σφαίρα].