υιότητα

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η / υἱότης, -ητος, ΝΜΑ υἱός
η ιδιότητα ή η κατάσταση του υιού
μσν.-αρχ.
εκκλ. η θέση του Υιού στην Αγία Τριάδα.