υδροκρίτης
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
ο, Ν
1. γεωλ. η νοητή γραμμή που ακολουθεί τα υψηλότερα σημεία της μορφολογίας μεταξύ δύο λεκανών απορροής, τις οποίες και οριοθετεί, δηλαδή η γραμμή όπου τα νερά διαχωρίζονται και αποστραγγίζονται προς τη μια ή την άλλη πλευρά, κν. νεροχωρίστρα
2. φρ. «ηπειρωτικός υδροκρίτης» — συνεχής σειρά ορεινών κορυφών της Βόρειας Αμερικής, που χωρίζει τα νερά του μεγαλύτερου τμήματος της ηπείρου σε εκείνα που αποστραγγίζονται προς τα ανατολικά και σε εκείνα που αποστραγγίζονται προς τα δυτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κριτής (< κρίνω), πρβλ. αιματο-κρίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς.