ὑμνολογία
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
English (LSJ)
ἡ,
A hymn-singing, Sm.Jb.33.26.
German (Pape)
[Seite 1179] ἡ, Lobgesang, Chrysost.
Greek Monolingual
η / ὑμνολογία, ΝΜΑ ὑμνολόγος
νεοελλ.
1. εγκωμιασμός με ύμνους
2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους
3. δοξολογία
4. εκκλ. το μάθημα της θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη λογοτεχνική και θεολογική αξία τών ύμνων
μσν.-αρχ.
εγκωμιαστικός ύμνος.