ὑπεκδύνω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
German (Pape)
[Seite 1185] = ὑπεκδύομαι, ὑπεξέδυνε δικτύον Babr. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπεκδύομαι.
Greek Monolingual
Α
βλ. ὑπεκδύομαι.