υποκλείω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
ΜΑ
παρακαλώ κάποιον γονατιστός
αρχ.
κλείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλείω «κλείνω»].