υποκλείω

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77

Greek Monolingual

ΜΑ
παρακαλώ κάποιον γονατιστός
αρχ.
κλείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλείω «κλείνω»].