υποτονθορίζω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν
μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο- + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»].
ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν
μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο- + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»].