φαγκότο

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

και παλ. γρφ
φαγκόττο, το, Ν
μουσ. σημαντικό μουσικό όργανο, τενόρο και μπάσο, της οικογένειας τών ορχηστρικών ξύλινων πνευστών, γνωστό και με τη λόγια ονομασία βαρύαυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fagotto με αρχική σημ. «δεμάτι, δέσμη» < προβηγκιακό fagot].