φαγκότο

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

και παλ. γρφ
φαγκόττο, το, Ν
μουσ. σημαντικό μουσικό όργανο, τενόρο και μπάσο, της οικογένειας τών ορχηστρικών ξύλινων πνευστών, γνωστό και με τη λόγια ονομασία βαρύαυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fagotto με αρχική σημ. «δεμάτι, δέσμη» < προβηγκιακό fagot].