φαλληφόρια
English (LSJ)
τά,
A festival of Dionysus in which a phallus was carried in procession, ib.355e.
German (Pape)
[Seite 1253] τά, sc. ἱερά, ein Fest, wobei der Phallos vorgetragen, das dem Phallos gefeiert wurde, Plut. Is. et Os. 35.
Greek (Liddell-Scott)
φαλληφόρια: (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἑορτὴ τοῦ Βάκχου, καθ’ ἣν περιήγετο ἐν πομπῇ φαλλός, Πλούτ. 2. 355Ε ― φαλληφορέω, αὐτόθι 365C.
Greek Monolingual
και φαλλοφόρια, τα, ΝΑ
(ενν. ιερά) (στην αρχ. Ελλάδα) πομπή προς τιμήν του Διονύσου, που αποτελούσε μέρος όλων τών διονυσιακών εορτών, συνδεόταν κυρίως με τα κατ' αγρούς Διονύσια, γινόταν ταυτόχρονα με το άνοιγμα του νέου κρασιού και είχε επικεφαλής της τον φαλλό, που συμβόλιζε τον ίδιο τον θεό αλλά και την γονιμοποιό δύναμη γενικότερα, αλλ. φαλληφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + -φόρια (< -φόρος < φέρω). Το -η- του τ. φαλληφόρια, πιθ. αναλογικά προς το στεφανηφόρια.