φαλληφόρια

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαλληφόρια Medium diacritics: φαλληφόρια Low diacritics: φαλληφόρια Capitals: ΦΑΛΛΗΦΟΡΙΑ
Transliteration A: phallēphória Transliteration B: phallēphoria Transliteration C: falliforia Beta Code: fallhfo/ria

English (LSJ)

τά,

   A festival of Dionysus in which a phallus was carried in procession, ib.355e.

German (Pape)

[Seite 1253] τά, sc. ἱερά, ein Fest, wobei der Phallos vorgetragen, das dem Phallos gefeiert wurde, Plut. Is. et Os. 35.

Greek (Liddell-Scott)

φαλληφόρια: (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἑορτὴ τοῦ Βάκχου, καθ’ ἣν περιήγετο ἐν πομπῇ φαλλός, Πλούτ. 2. 355Ε ― φαλληφορέω, αὐτόθι 365C.

Greek Monolingual

και φαλλοφόρια, τα, ΝΑ
(ενν. ιερά) (στην αρχ. Ελλάδα) πομπή προς τιμήν του Διονύσου, που αποτελούσε μέρος όλων τών διονυσιακών εορτών, συνδεόταν κυρίως με τα κατ' αγρούς Διονύσια, γινόταν ταυτόχρονα με το άνοιγμα του νέου κρασιού και είχε επικεφαλής της τον φαλλό, που συμβόλιζε τον ίδιο τον θεό αλλά και την γονιμοποιό δύναμη γενικότερα, αλλ. φαλληφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + -φόρια (< -φόρος < φέρω). Το -η- του τ. φαλληφόρια, πιθ. αναλογικά προς το στεφανηφόρια.