φέρσιμο
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
το, Ν
1. μεταφορά
2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρ-σιμο)].