φιλοδοξώ

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

φιλοδοξῶ, -έω, ΝΑ φιλόδοξος
αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος
νεοελλ.
επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο
αρχ.
1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» — επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.)
2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν ὀξυβάφῳ» — επιζητώ δόξα για μικρά και ασήμαντα πράγματα (Πολ.).