φροκαλώ

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
καθαρίζω με την φροκαλιά, σκουπίζω, σαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ», μέσω ενός τ. φλοκαλῶ (με συγκοπή του -ι-), από όπου φροκαλώ με ανομοίωση του -λ- σε -ρ-].