φύτρο
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
το, Ν
1. βοτ. το φυτικό έμβρυο, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση νάρκης μέσα στο ώριμο σπέρμα τών σπερματοφύτων πριν από τη βλάστηση, κν. φύτρα
2. γέννημα, προϊόν («έρωτα αδικοκριτή φύτρο καταραμένον», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. βλαστάρι, τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του φύω + επίθημα -τρο].