φύτρο

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. το φυτικό έμβρυο, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση νάρκης μέσα στο ώριμο σπέρμα τών σπερματοφύτων πριν από τη βλάστηση, κν. φύτρα
2. γέννημα, προϊόν («έρωτα αδικοκριτή φύτρο καταραμένον», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. βλαστάρι, τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του φύω + επίθημα -τρο].