φυτοφαγία

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. διατροφή αποκλειστικά με φυτικά τρόφιμα
2. διατροφή με φυτικά τρόφιμα, γάλα, αβγά και μέλι, αλλά με απαγόρευση της βρώσης κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagy < φυτόν + -φαγία (< -φάγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].