φωνηεντισμός

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
γλωσσ. η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα μιας λέξης («το ρήμα σκάζω "κουτσαίνω" εμφανίζει φωνηεντισμό -α- αν και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)keng- "κουτσαίνω"»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνήεν, -εντός + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Πανταζίδη].