χαιρετιστικός

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιρετιστικός Medium diacritics: χαιρετιστικός Low diacritics: χαιρετιστικός Capitals: ΧΑΙΡΕΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chairetistikós Transliteration B: chairetistikos Transliteration C: chairetistikos Beta Code: xairetistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Sch.rec.A.Pers.l.c.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαιρετιστικός, -ή, -όν, ΝΜ χαιρετισμός
αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό.