χαλκουργία
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ἡ,
A working in bronze, Poll.7.104.
German (Pape)
[Seite 1332] ἡ, das Arbeiten in Kupfer (?).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκουργία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ ἔργον τοῦ χαλκουργοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 104.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χαλκουργός
η τέχνη και το επάγγελμα του χαλκουργού.