χαμαιβάμων

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ χαμαὶ βαίνων, χαμηλός, ταπεινός, Νικητ. Χρον. 42D.

Greek Monolingual

-αίβαμον, Μ
1. αυτός που βαδίζει στη γη, στο έδαφος
2. (κατ' επέκτ.) ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. οὐρανο-βάμων, ὑψι-βάμων].