δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
χᾰμαιβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ χαμαὶ βαίνων, χαμηλός, ταπεινός, Νικητ. Χρον. 42D.
-αίβαμον, Μ1. αυτός που βαδίζει στη γη, στο έδαφος2. (κατ' επέκτ.) ταπεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. οὐρανο-βάμων, ὑψι-βάμων].