χαμαιβάλανος

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιβάλᾰνος Medium diacritics: χαμαιβάλανος Low diacritics: χαμαιβάλανος Capitals: ΧΑΜΑΙΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: chamaibálanos Transliteration B: chamaibalanos Transliteration C: chamaivalanos Beta Code: xamaiba/lanos

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ,

   A = ἄπιος (A) 11, Dsc.4.175.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάλᾰνος: ἡ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λόγια ονομασία είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + βάλανος.