Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
το / φυτάριον, ΝΑ
υποκορ. νεοελλ. νεαρό φυτό, που προορίζεται για μεταφύτευση, φιντάνι
αρχ.
μικρό φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].