χειρόπτερα

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. η τάξη τών ιπτάμενων θηλαστικών τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία νυχτερίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ανεμό-πτερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο σύγγραμμα Εισηγητής κρίσεως βιβλίων ζωολογίας].