χειρόπτερα

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. η τάξη τών ιπτάμενων θηλαστικών τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία νυχτερίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ανεμό-πτερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο σύγγραμμα Εισηγητής κρίσεως βιβλίων ζωολογίας].