ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
η, Ν1. μεγάλο και δυνατό χέρι2. (διαλ. τ.) χέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α: κεφάλι). Ο τ. χέρα χρησιμοποιείται, ωστόσο, σε ορισμένες διαλέκτους (όπως λ.χ. στην κρητική) χωρίς μεγεθ. σημ. αντί του τ. χέρι].