ἀποδρύπτω
From LSJ
English (LSJ)
aor. 1 ἀπέδρυψα: aor. 2 ἀπέδρῠφον:—
A tear off the skin, lacerate, μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187; μή σε νέοι διὰ δώματ' ἐρύσσωσ' . . ἀποδρύψωσί τε πάντα Od.17.480; σάρκας ὀνύχεσσι Theoc. 25.267:—Pass., ἀπὸ χειρῶν ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν Od.5.435, cf. 426; ἀποδρυφθῆναι χαλάζη AP11.365 (Agath.):—Med., scrape oneself, grow thin, dub. in Alciphr.3.51.