άρμενα
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
Greek Monolingual
τα (AM ἄρμενα)
ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι-Νικόλα βόηθα» — πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)
μσν.- νεοελλ.
1. τα πανιά του ιστιοφόρου
2. τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με κουπιά και με πανιά»)
αρχ.
1. χειρουργικά εργαλεία
2. εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους
3. τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ουδ. της μτχ. άρμενος, του αραρίσκω (< ρ. αρ-), με χρήση ουσιαστικού. Η άποψη ότι οι τ. άρμενον, -α ανάγονται σε πάγιες φράσεις της ομηρικής ποιήσεως δεν είναι αποδεκτή].