άρμενα

From LSJ
Revision as of 20:40, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

τα (AM ἄρμενα)
ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι-Νικόλα βόηθα» — πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει»)
μσν.- νεοελλ.
1. τα πανιά του ιστιοφόρου
2. τα ιστιοφόρα («όλα τ' άρμεν' αρμενίζουν με κουπιά και με πανιά»)
αρχ.
1. χειρουργικά εργαλεία
2. εργαλεία, σύνεργα οποιουδήποτε είδους
3. τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ουδ. της μτχ. άρμενος, του αραρίσκω (< ρ. αρ-), με χρήση ουσιαστικού. Η άποψη ότι οι τ. άρμενον, -α ανάγονται σε πάγιες φράσεις της ομηρικής ποιήσεως δεν είναι αποδεκτή].