αεριστήρας

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

και αεριστής, ο αερίζω
1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.)
2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση του αέρα είναι δύσκολη ή σχεδόν αδύνατη (πρβλ. φεγγίτης).