Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἵππαιχμος, -ον (Α)αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ-αιχμος, σύν-αιχμος].