αδειανός
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
-ή, -ό
1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος
2. κενός, άδειος
3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. -ανος (πρβλ. λείος-λειανός, σιγά-σιγανός, άκρη-ακριανός κ.λπ.).
ΠΑΡ. αδειανάδα, αδειανιά.
ΣΥΝΘ. αδειανοσακούλης].