ακροκεφαλικός

From LSJ
Revision as of 10:04, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Ανθρωπολ.)
αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με την ακροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακροκεφαλία, πρβλ. γαλλ. acrocephalique].